Ομόηχες λέξεις ή ομόηχα ( ή ομώνυμα ) ονομάζονται οι λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία και συχνά ορθογραφία. Τα κυριότερα ομόηχα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας είναι :
Α:
αίτημα - έτοιμα
ακόλλητος ( < κολλώ ) – ακώλυτος ( < κωλύω )
άφιλος ( < φίλος ) - άφυλλος ( < φύλλο )
Β:
βάζο – βάζω
Γ:
γλείφω ( με τη γλώσσα ) - γλύφω ( με εργαλείο , γλύπτης )
Δ :
δανεικός ( < δανείζω ) – δανικός ( < Δανία )
διάλειμμα ( διαλείπω ) - διάλυμα ( < διαλύω )
δίνει ( δίνω ) - δίνη ( στρόβιλος )
δίστιχο ( δύο στίχοι ) - δύστυχο ( το ) (κακότυχο )
Ε :
έγγειος - έγκυος
έκκληση - έκλυση ( ηθών )
εξάρτηση ( < εξαρτώμαι ) – εξάρτιση ( πλοίου ) - εξάρτυση ( στρατιώτη )
ετοιμολογία - ετυμολογία ( της λέξης )
ευφορία - εφορία
Η :
ήρα ( του σιταριού ) - Ήρα ( θεά )
ήττα - ήτα ( το γράμμα )
Θ :
θαλάμη ( όπλου ) - θαλάμι ( φωλιά χταποδιού )
θύρα ( πόρτα ) - θήρα ( κυνήγι ) - Θήρα ( το νησί Σαντορίνη )
Ι :
ίλη ( λόχος ιππικού ) - ύλη
ιός ( γρίπης ) - υιός ( γιός )
Ιωνικός ( < Ιωνία ) - Ιονικός ( < Ιόνιο )
Κ:
καινός ( καινούριος) - κενός
κάλλος - κάλος
κάππα ( το ) γράμμα - κάπα ( η ) πανωφόρι
κήτος ( θαλάσσιο ) - κύτος ( πλοίου , αμπάρι )
κλήση - κλίση
κόλλημα - κώλυμα
κόμη ( μαλλιά ) - κώμη ( κωμόπολη )
κόμμα ( α. πολιτικό β. σημείο στίξης ) - κώμα
Κρητικός - κριτικός
κινώ - κοινό
Λ:
λήμμα ( λέξη ) - λύμα ( απόβλητο ) - λίμα ( < λιμάρω )
λιμός ( πείνα ) - λοιμός ( ασθένεια)
λίπη ( τα ) - λύπη ( η ) - λείπει ( ρήμα )
λίρα ( νόμισμα ) λύρα ( μουσικό όργανο )
λιτός - λυτός ( < λύνω )
Μ:
μέλει ( ενδιαφέρει ) - μέλι
Μήλος ( το νησί ) - μύλος ( ο )
μήτρα ( γυναίκας ) - μίτρα ( δεσποτική )
μοιχός ( άπιστος σύζυγος ) - μυχός ( κόλπου )
μηλιά - μιλιά ( < μιλώ )
Ν:
νίκη - νοίκι
νότα - νώτα ( τα )
Ξ:
ξηρός - ξυρός ( το ξυράφι ) βλ. επί ξυρού ακμής
Ο:
όμως - ώμος
όρος ( βουνό) - όρος ( συμφωνία )
Π:
πάλη -πάλι
πιάνο - πιάνω ( ρήμα )
πείρα - πήρα ( παίρνω )
ποιά (αντων .) - πιά ( επίρρ. )
παράλειψη ( < παραλέιπω) - παράληψη ( < παραλαμβάνω )
Ρ :
ρήμα ( το ) - ρίμα ( η )
Σ:
σατυρικός ( που ταιριάζει σε Σάτυρο ) - σατιρικός ( <σατιρίζω )
σήκω - σύκο
σκηνή -σκοινί
σορός ( η ) - σωρός ( ο )
στίχος ( ποιήματος) - στοίχος (σειρά , αράδα)
Τ:
τείχος ( το ) - τοίχος ( ο )
τόπι ( το ) - τόποι ( οι )
τόνος ( ψάρι ) - τόνος ( οξεία ) - τόνος ( 1000 κιλά )
τύχη - τοίχοι - τείχη - τύχει ( ρήμα )
τυρί - τηρεί ( τηρώ )
Φ:
φύλλο ( δέντρου ) - φύλο - φίλο
φυτό - φοιτώ
Χ:
χήρος - χοίρος
χορικός ( < χορός ) - χωρικός ( < χωριό )
Ψ :
ψηλός - ψιλός ( φωνή )
ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ - εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω
ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι - εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι
ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι - εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι
ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι - ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ
αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρώμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. ἐρῶμαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ
ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι - ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι
ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι - ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι
εἷμαι → παρακείμενος του ρ. ἵεμαι - οἶμαι → ενεστώτας του ρ. οἴομαι / οἶμαι
ἦρξα → αόριστος του ρ. ἄρχω - εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω
ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι - εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι
ἦργμαι → παρακείμενος του ρ. ἄρχομαι - εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι
ἦρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι - εἶρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. εἴργομαι
ἠργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι - εἰργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. εἴργομαι
ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω - ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω
ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι - ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι
βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω
δρῶ → ενεστώτας του ρ. δράω-ῶ
(ἀπο)δρῶ → υποτακτική αορίστου β΄ του (ἀπο)διδράσκω
δέδρακα → παρακείμενος του ρ. δρῶ
(ἀπο)δέδρακα → παρακείμενος του ρ. ἀποδιδράσκω
δρᾶν → απαρέμφατο ενεστώτα του ρ. δρῶ
(ἀπο)δρὰν → μετοχή ουδετέρου αορίστου β΄, του ρ. (ἀπο)διδράσκω
εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
ἡ → άρθρο
ἢ → διαζευκτικός σύνδεσμος
ἣ → αναφορική αντωνυμία (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦ → α΄ ενικό παρατατικού του ρ. εἰμὶ
ἦ → γ΄ ενικό παρατατικού με σημασία αορίστου του ρ. ἠμὶ (=λέγω).
Το ρήμα είναι ποιητικό, δόκιμο μόνο στον Πλάτωνα στον παρατατικό: ἦν (=είπα) , ἦ (=είπε).
ἦ → επίρρημα με σημασία βεβαιωτική (= ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι)
ή ερωτηματική (= τι; πώς παρακαλώ;)
ᾖ → γ΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ᾗ → β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵεμαι
ᾗ → γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.α.)
ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)
ὦ → α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ὧ → α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ὦ → κλητικό επιφώνημα
ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
κέκριμαι → παρακείμενος του ρ. κρίνομαι - κέκρυμμαι → παρακείμενος του ρ. κρύπτομαι
λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι - λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι
λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω - λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι - λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι - ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἔλειπον → παρατατικός του ρ. λείπω - ἔλιπον → αόρ. β΄του ρ. λείπω
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι
ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι
πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι - πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
τέθυκα → παρακείμενος του ρ. θύω - τέθει( η ) κα → παρακείμενος του ρ.τίθημι
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω - τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω
φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι - φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω
χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ χρῇ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι
Α:
αίτημα - έτοιμα
ακόλλητος ( < κολλώ ) – ακώλυτος ( < κωλύω )
άφιλος ( < φίλος ) - άφυλλος ( < φύλλο )
Β:
βάζο – βάζω
Γ:
γλείφω ( με τη γλώσσα ) - γλύφω ( με εργαλείο , γλύπτης )
Δ :
δανεικός ( < δανείζω ) – δανικός ( < Δανία )
διάλειμμα ( διαλείπω ) - διάλυμα ( < διαλύω )
δίνει ( δίνω ) - δίνη ( στρόβιλος )
δίστιχο ( δύο στίχοι ) - δύστυχο ( το ) (κακότυχο )
Ε :
έγγειος - έγκυος
έκκληση - έκλυση ( ηθών )
εξάρτηση ( < εξαρτώμαι ) – εξάρτιση ( πλοίου ) - εξάρτυση ( στρατιώτη )
ετοιμολογία - ετυμολογία ( της λέξης )
ευφορία - εφορία
Η :
ήρα ( του σιταριού ) - Ήρα ( θεά )
ήττα - ήτα ( το γράμμα )
Θ :
θαλάμη ( όπλου ) - θαλάμι ( φωλιά χταποδιού )
θύρα ( πόρτα ) - θήρα ( κυνήγι ) - Θήρα ( το νησί Σαντορίνη )
Ι :
ίλη ( λόχος ιππικού ) - ύλη
ιός ( γρίπης ) - υιός ( γιός )
Ιωνικός ( < Ιωνία ) - Ιονικός ( < Ιόνιο )
Κ:
καινός ( καινούριος) - κενός
κάλλος - κάλος
κάππα ( το ) γράμμα - κάπα ( η ) πανωφόρι
κήτος ( θαλάσσιο ) - κύτος ( πλοίου , αμπάρι )
κλείνω - κλίνω
κλήμα - κλίμακλήση - κλίση
κόλλημα - κώλυμα
κόμη ( μαλλιά ) - κώμη ( κωμόπολη )
κόμμα ( α. πολιτικό β. σημείο στίξης ) - κώμα
Κρητικός - κριτικός
κινώ - κοινό
Λ:
λήμμα ( λέξη ) - λύμα ( απόβλητο ) - λίμα ( < λιμάρω )
λιμός ( πείνα ) - λοιμός ( ασθένεια)
λίπη ( τα ) - λύπη ( η ) - λείπει ( ρήμα )
λίρα ( νόμισμα ) λύρα ( μουσικό όργανο )
λιτός - λυτός ( < λύνω )
Μ:
μέλει ( ενδιαφέρει ) - μέλι
Μήλος ( το νησί ) - μύλος ( ο )
μήτρα ( γυναίκας ) - μίτρα ( δεσποτική )
μοιχός ( άπιστος σύζυγος ) - μυχός ( κόλπου )
μηλιά - μιλιά ( < μιλώ )
Ν:
νίκη - νοίκι
νότα - νώτα ( τα )
Ξ:
ξηρός - ξυρός ( το ξυράφι ) βλ. επί ξυρού ακμής
Ο:
όμως - ώμος
όρος ( βουνό) - όρος ( συμφωνία )
Π:
πάλη -πάλι
πιάνο - πιάνω ( ρήμα )
πείρα - πήρα ( παίρνω )
ποιά (αντων .) - πιά ( επίρρ. )
παράλειψη ( < παραλέιπω) - παράληψη ( < παραλαμβάνω )
Ρ :
ρήμα ( το ) - ρίμα ( η )
Σ:
σατυρικός ( που ταιριάζει σε Σάτυρο ) - σατιρικός ( <σατιρίζω )
σήκω - σύκο
σκηνή -σκοινί
σορός ( η ) - σωρός ( ο )
στίχος ( ποιήματος) - στοίχος (σειρά , αράδα)
Τ:
τείχος ( το ) - τοίχος ( ο )
τόπι ( το ) - τόποι ( οι )
τόνος ( ψάρι ) - τόνος ( οξεία ) - τόνος ( 1000 κιλά )
τύχη - τοίχοι - τείχη - τύχει ( ρήμα )
τυρί - τηρεί ( τηρώ )
Φ:
φύλλο ( δέντρου ) - φύλο - φίλο
φυτό - φοιτώ
Χ:
χήρος - χοίρος
χορικός ( < χορός ) - χωρικός ( < χωριό )
Ψ :
ψηλός - ψιλός ( φωνή )
Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο και στην αρχαία ελληνική γλώσσα.Κατά την κλίση των ρημάτων παρουσιάζονται ορισμένοι όμοιοι τύποι, όπως για παράδειγμα στη λέξη πράττῃ ( γ΄εν. Υποτ. Ενεστ. Ε.Φ + β΄ενικό Οριστ. Ενεστ. Μ.Φ. ) Παρόμοιες λέξεις υπάρχουν πολλές.
Ακολουθεί πίνακας με τους συνηθέστερους ομόηχους τύπους:
ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ - εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω
ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι - εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι
ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι - εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι
ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι - ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ
αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρώμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. ἐρῶμαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ
ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι - ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι
ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι - ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι
εἷμαι → παρακείμενος του ρ. ἵεμαι - οἶμαι → ενεστώτας του ρ. οἴομαι / οἶμαι
ἦρξα → αόριστος του ρ. ἄρχω - εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω
ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι - εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι
ἦργμαι → παρακείμενος του ρ. ἄρχομαι - εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι
ἦρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι - εἶρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. εἴργομαι
ἠργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι - εἰργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. εἴργομαι
ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω - ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω
ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι - ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι
βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω
δρῶ → ενεστώτας του ρ. δράω-ῶ
(ἀπο)δρῶ → υποτακτική αορίστου β΄ του (ἀπο)διδράσκω
δέδρακα → παρακείμενος του ρ. δρῶ
(ἀπο)δέδρακα → παρακείμενος του ρ. ἀποδιδράσκω
δρᾶν → απαρέμφατο ενεστώτα του ρ. δρῶ
(ἀπο)δρὰν → μετοχή ουδετέρου αορίστου β΄, του ρ. (ἀπο)διδράσκω
εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
ἡ → άρθρο
ἢ → διαζευκτικός σύνδεσμος
ἣ → αναφορική αντωνυμία (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦ → α΄ ενικό παρατατικού του ρ. εἰμὶ
ἦ → γ΄ ενικό παρατατικού με σημασία αορίστου του ρ. ἠμὶ (=λέγω).
Το ρήμα είναι ποιητικό, δόκιμο μόνο στον Πλάτωνα στον παρατατικό: ἦν (=είπα) , ἦ (=είπε).
ἦ → επίρρημα με σημασία βεβαιωτική (= ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι)
ή ερωτηματική (= τι; πώς παρακαλώ;)
ᾖ → γ΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ᾗ → β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵεμαι
ᾗ → γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.α.)
ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)
ὦ → α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ὧ → α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ὦ → κλητικό επιφώνημα
ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
κέκριμαι → παρακείμενος του ρ. κρίνομαι - κέκρυμμαι → παρακείμενος του ρ. κρύπτομαι
λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι - λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι
λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω - λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι - λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι - ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἔλειπον → παρατατικός του ρ. λείπω - ἔλιπον → αόρ. β΄του ρ. λείπω
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι
ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι
πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι - πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
τέθυκα → παρακείμενος του ρ. θύω - τέθει( η ) κα → παρακείμενος του ρ.τίθημι
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω - τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω
φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι - φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω
χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ χρῇ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι
ΠΡΟΣΟΧΗ στα συμφραζόμενα!!!
ΠΡΟΣΟΧΗ στους τόνους και στα πνεύματα!!!