(ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :λέξις* θηρ (θήρα*) -ας] 1.επίμονος συλλέκτης λέξεων 2.ο θηρευτής σπάνιων , εξεζητημένων λέξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου