Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Περι Έρωτος...


Πράγματι έχω να ενημερώσω πολυ καιρό το blog μου , όμως η σημερινή ημέρα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης . Σήμερα ο έρωτας έχει την τιμητική του.
Ο έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
( απόσπασμα από το ποίημα "Πληθυντικός αριθμός "της Κικής Δημουλά) 
Ο έρωτας  αποτελεί το ανθρώπινο συναίσθημα που υμνηθηκε όσο κανενα άλλο. Από την αρχαιότητα μέχρι και τις μερες μας είναι η αφορμή για να δημιουργηθούν αριστουργηματα.  Ο Πλάτωνας , λοιπόν , στο περίφημο έργο του " Συμπόσιο "ή " Περί Έρωτος "  καταπιάνεται με αυτό το θέμα με μια φιλοσοφική διάθεση.Ο χρόνος της διήγησης τοποθετείται στο 416 π.Χ., χρονιά που ο τραγικός ποιητής Αγάθων, με το πρώτο του έργο, κερδίζει στους τραγικούς αγώνες στα Λήναια. Ωστόσο, η διήγηση των γεγονότων εκείνης της βραδιάς γίνεται πολύ αργότερα, το 400 π.Χ., σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο οποίος άκουσε τη διήγηση από τον Αριστόδημο, που ήταν παρών στο συμπόσιο. Στο συμπόσιο παρευρίσκονται μεταξύ άλλων και ο Σωκράτης με το μαθητή του Αριστόδημο, ο γνωστός κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, ο γιατρός Ευρυξίμαχος, ο Φαίδρος, ο εραστής του Αγάθωνα Παυσανίας κι ο ατίθασος Αλκιβιάδης. Αφού μαζεύτηκαν, αποφάσισαν να μην πιουν του σκασμού, αλλά να θέσουν ένα θέμα προς συζήτηση και να μιλήσει γι' αυτό ο καθένας με τη σειρά του: πράγμα που τηρήθηκε ως την άφιξη του μεθυσμένου Αλκιβιάδη. Το θέμα που επελέγη ήταν η ανάπτυξη των περί έρωτος απόψεων των συνδαιτυμόνων.Όταν ηρθε και  η σειρά του Αριστοφάνη να εκθέσει τις απόψεις του είπε έναν πανάρχαιο μύθο σχετικά με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου που  νιώθει ο άνθρωπος και τη συνεχή αναζήτηση της αδελφής ψυχής . Είναι ένας μύθος που βρίσκω άκρως ενδιαφέροντα  και έτσι δεδομένης της χρονικής στιγμης θεωρώ πως αξίζει να τον παραθέσω. Σύμφωνα με τον μύθο του αρχαίου μας κωμωδιογράφου στην αρχή της ύπαρξής του το ανθρώπινο γένος σε τίποτα δεν έμοιαζε με αυτο που βλέπουμε σήμερα. Τότε οι άνθρωποι ήταν διπλοί, είχαν ενωμένα σώματα, με δύο πρόσωπα που κοίταζαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, τέσσερα χέρια κι άλλα τόσα πόδια. Τα όντα αυτά είχαν μια ποικιλία  ως προς το φύλο, αν μπορούμε να τα θεωρήσουμε φύλα, αρσενικό- αρσενικό, θηλυκό- θηλυκό και αρσενικό- θηλυκό. Το πρώτο, το αρσενικό, είχε προέλθει από τον ήλιο, το δεύτερο, το θηλυκό, από τη γη, και το τρίτο, το ανδρόγυνο, από τη σελήνη. Μπορούσαν να βαδίζουν όρθια, όπως οι σημερινοί άνθρωποι, μπορούσαν όμως να πορεύονται και κυκλικά, χρησιμοποιώντας και τα οκτώ άκρα, όπως οι σχοινοβάτες χρησιμοποιούν τα τέσσερα. Είχαν σφαιρικό σχήμα, και γι’ αυτό τελειότερη σωματική από τη δική μας κατασκευή, γιατί και τα ουράνια σώματα, από τα οποία προέρχονταν, ήσαν σφαιρικά. Μέχρι τότε δεν υπήρχε σαρκικός έρωτας, συνεπώς ούτε η συναφής αναπαραγωγή, που γινόταν κυριολεκτικά με γονιμοποίηση του εδάφους. Τα όντα αυτά ήταν κυρίαρχα και ισχυρά αρκετά, ώστε να απειλούν τον ουρανό, να επιτεθούν στα ουράνια δώματα, όπως μας λένε οι παραδόσεις για τους γίγαντες. Γι’ αυτό ο Δίας, παίρνοντας μέτρα ασφαλείας, έδωσε την εντολή στον Απόλλωνα να σχίσει στα δυό τους τότε ανθρώπους, ώστε να γίνουν πιο αδύναμοι και να υποταχθούν ευκολότερα στους θεούς.Και μάλιστα γύρισε τα πρόσωπα και το μισό του λαιμού των ανθρώπων προς το μέρος της τομής, ώστε να βλέπουν διαρκώς το σκίσιμό τους, να φοβούνται τους θεούς και να είναι στο εξής πιο φρόνιμοι. Στη συνέχεια, τράβηξε το δέρμα απ΄ όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλιά και το και το έδεσε όπως κάνουν στα σουρωτά πουγκιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο μέρος της κοιλιάς που λέμε σήμερα αφαλό. Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί το μισό ενός ολόκληρου όντος, και κάθε τέτοιο “μισό” περιφέρεται παθιασμένα να ξαναβρεί το συμπλήρωμά του και να ξανασμίξει μαζί του.Όταν το εύρισκαν έμεναν αγκαλιασμένοι μ’ αυτό ολόκληρη τη ζωή τους.Τύλιγαν τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλο και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν ξανά μαζί, έβρισκαν το θάνατο είτε από πείνα είτε από την ανικανότητα τους να κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι όπως ήταν ο ένας από τον άλλο, δε δέχονταν να κάνουν τίποτα. Όποτε το ένα μισό πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε ζητούσε ένα άλλο να αγκαλιάσει, όποιο έβρισκε μπροστά του, είτε αυτό ήταν το μισό γυναίκας είτε το μισό άντρα. Και έτσι πάλι αργά ή γρήγορα χάνονταν. Έτσι κινδύνευε να αφανιστεί το ανθρώπινο γένος, και ο Δίας για να το σώσει όρισε να γίνεται η γενετήσια πράξη ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ πρώτα γεννούσαν στη γη. Μ’ αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι, δοκιμάζοντας τον κόρο της πλησμονής, μπορούν να φροντίζουν τις άλλες εργασίες, που τους είναι απαραίτητες για τη συντήρησή τους.
Έρωτα, επομένως, ονομάζουμε αυτό τον πόθο της συνένωσης με το χαμένο μισό του αρχικού μας εαυτού, και κανένας δε μπορεί να βρει την ευτυχία, όσο ο πόθος αυτός μένει ανεκπλήρωτος. Η κοινή έγγαμη αγάπη του άντρα και της γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύο μισών ενός από τα αρσενικοθήλυκα όντα, ενώ κάθε παθιασμένος δεσμός δύο προσώπων του ίδιου φύλου είναι η εκ νέου συνένωση των μισών ενός αρσενικού- αρσενικού ή ενός θηλυκού- θηλυκού όντος, ανάλογα με την περίπτωση. Άρα, ο έρωτας είναι η τάση για την αποκατάσταση της αρχέγονης φύσης. 
  Λόγος του Αριστοφάνη: 
( Αρχαίο Κείμενο ) 
Καὶ τὸν Ἐρυξίμαχον,Ὠγαθέ, φάναι, Ἀριστόφανες, ὅρα τί ποιεῖς. γελωτοποιεῖς μέλλων λέγειν, καὶ φύλακά με τοῦ (b) λόγου ἀναγκάζεις γίγνεσθαι τοῦ σεαυτοῦ, ἐάν τι γελοῖον εἴπῃς, ἐξόν σοι ἐν εἰρήνῃ λέγειν. Καὶ τὸν Ἀριστοφάνη γελάσαντα εἰπεῖν Εὖ λέγεις, ὦ Ἐρυξίμαχε, καί μοι ἔστω ἄρρητα τὰ εἰρημένα. ἀλλὰ μή με φύλαττε, ὡς ἐγὼ φοβοῦμαι περὶ τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι, οὔ τι μὴ γελοῖα εἴπω—τοῦτο μὲν γὰρ ἂν κέρδος εἴη καὶ τῆς ἡμετέρας μούσης ἐπιχώριον—ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα. Βαλών γε, φάναι, ὦ Ἀριστόφανες, οἴει ἐκφεύξεσθαι· ἀλλὰ
πρόσεχε τὸν νοῦν καὶ οὕτως λέγε ὡς δώσων λόγον. (c) ἴσως μέντοι, ἂν δόξῃ
μοι, ἀφήσω σε. Καὶ μήν, ὦ Ἐρυξίμαχε, εἰπεῖν τὸν Ἀριστοφάνη, ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ
ἔχω λέγειν ἢ ᾗ σύ τε καὶ Παυσανίας εἰπέτην. ἐμοὶ γὰρ δοκοῦσιν ἅνθρωποι
παντάπασι τὴν τοῦ ἔρωτος δύναμιν οὐκ ᾐσθῆσθαι, ἐπεὶ αἰσθανόμενοί γε μέγιστ᾽
ἂν αὐτοῦ ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς, καὶ θυσίας ἂν ποιεῖν μεγίστας,
οὐχ ὥσπερ νῦν τούτων οὐδὲν γίγνεται περὶ αὐτόν, δέον πάντων μάλιστα
γίγνεσθαι. ἔστι γὰρ θεῶν (d) φιλανθρωπότατος, ἐπίκουρός τε ὢν τῶν
 ἀνθρώπων καὶ ἰατρὸς τούτων ὧν ἰαθέντων μεγίστη εὐδαιμονία ἂν τῷ
ἀνθρωπείῳ γένει εἴη. ἐγὼ οὖν πειράσομαι ὑμῖν εἰσηγήσασθαι τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὑμεῖς δὲ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι ἔσεσθε. δεῖ δὲ πρῶτον ὑμᾶς μαθεῖν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τὰ παθήματα αὐτῆς. ἡ γὰρ πάλαι ἡμῶν φύσις οὐχ αὑτὴ ἦν ἥπερ νῦν, ἀλλ᾽ ἀλλοία. πρῶτον μὲν γὰρ τρία ἦν τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων, οὐχ ὥσπερ νῦν δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ, (e) ἀλλὰ καὶ τρίτον προσῆν κοινὸν ὂν ἀμφοτέρων τούτων, οὗ νῦν ὄνομα λοιπόν, αὐτὸ δὲ ἠφάνισται· ἀνδρόγυνον γὰρ ἓν τότε μὲν ἦν καὶ εἶδος καὶ ὄνομα ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄρρενος καὶ θήλεος, νῦν δὲ οὐκ ἔστιν ἀλλ᾽ ἢ ἐν ὀνείδει ὄνομα κείμενον. ἔπειτα ὅλον ἦν ἑκάστου τοῦ ἀνθρώπου τὸ εἶδος στρογγύλον, νῶτον καὶ πλευρὰς κύκλῳ
ἔχον, χεῖρας δὲ τέτταρας εἶχε, καὶ σκέλη τὰ ἴσα ταῖς χερσίν, καὶ πρόσωπα δύ᾽ ἐπ᾽
αὐχένι κυκλοτερεῖ, ὅμοια πάντῃ· κεφαλὴν δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφοτέροις τοῖς προσώποις ἐναντίοις κειμένοις μίαν, καὶ ὦτα τέτταρα, καὶ αἰδοῖα δύο, καὶ τἆλλα
πάντα ὡς ἀπὸ τούτων ἄν τις εἰκάσειεν.ἐπορεύετο δὲ καὶ ὀρθὸν ὥσπερ νῦν,
ὁποτέρωσε βουληθείη· καὶ ὁπότε ταχὺ ὁρμήσειεν θεῖν, ὥσπερ οἱ κυβιστῶντες
καὶ εἰς ὀρθὸν τὰ σκέλη περιφερόμενοι κυβιστῶσι κύκλῳ, ὀκτὼ τότε οὖσι τοῖς
μέλεσιν ἀπερειδόμενοι ταχὺ ἐφέροντο κύκλῳ. ἦν δὲ διὰ ταῦτα τρία (b) τὰ γένη
καὶ τοιαῦτα, ὅτι τὸ μὲν ἄρρεν ἦν τοῦ ἡλίου τὴν ἀρχὴν ἔκγονον, τὸ δὲ θῆλυ τῆς
γῆς, τὸ δὲ ἀμφοτέρων μετέχον τῆς σελήνης, ὅτι καὶ ἡ σελήνη ἀμφοτέρων
μετέχει· περιφερῆ δὲ δὴ ἦν καὶ αὐτὰ καὶ ἡ πορεία αὐτῶν διὰ τὸ τοῖς γονεῦσιν ὅμοια εἶναι. ἦν οὖν τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην, καὶ τὰ φρονήματα μεγάλα εἶχον, ἐπεχείρησαν δὲ τοῖς θεοῖς, καὶ ὃ λέγει Ὅμηρος περὶ Ἐφιάλτου τε καὶ Ὤτου, περὶ ἐκείνων λέγεται, τὸ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνάβασιν ἐπιχειρεῖν (c) ποιεῖν, ὡς ἐπιθησομένων τοῖς θεοῖς. ὁ οὖν Ζεὺς καὶ οἱ ἄλλοι θεοὶ ἐβουλεύοντο ὅτι χρὴ αὐτοὺς ποιῆσαι, καὶ ἠπόρουν· οὔτε γὰρ ὅπως ἀποκτείναιεν εἶχον καὶ ὥσπερ τοὺς
γίγαντας κεραυνώσαντες τὸ γένος ἀφανίσαιεν—αἱ τιμαὶ γὰρ αὐτοῖς καὶ ἱερὰ
τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο— οὔτε ὅπως ἐῷεν ἀσελγαίνειν. μόγις δὴ ὁ
Ζεὺς ἐννοήσας λέγει ὅτι "Δοκῶ μοι," ἔφη, "ἔχειν μηχανήν, ὡς ἂν εἶέν τε ἅνθρωποι καὶ παύσαιντο τῆς ἀκολασίας ἀσθενέστεροι (d) γενόμενοι. νῦν μὲν γὰρ
αὐτούς, ἔφη, διατεμῶ δίχα ἕκαστον, καὶ ἅμα μὲν ἀσθενέστεροι ἔσονται, ἅμα δὲ
χρησιμώτεροι ἡμῖν διὰ τὸ πλείους τὸν ἀριθμὸν γεγονέναι· καὶ βαδιοῦνται ὀρθοὶ
ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν.ἐὰν δ᾽ ἔτι δοκῶσιν ἀσελγαίνειν καὶ μὴ ᾽θέλωσιν ἡσυχίαν ἄγειν, πάλιν αὖ, ἔφη, τεμῶ δίχα, ὥστ᾽ ἐφ᾽ ἑνὸς πορεύσονται σκέλους ἀσκωλιάζοντες." ταῦτα εἰπὼν ἔτεμνε τοὺς ἀνθρώπους δίχα, ὥσπερ οἱ τὰ ὄα τέμνοντες (e) καὶ μέλλοντες ταριχεύειν, ἢ ὥσπερ οἱ τὰ ᾠὰ ταῖς θριξίν· ὅντινα δὲ τέμοι, τὸν Ἀπόλλω ἐκέλευεν τό τε πρόσωπον μεταστρέφειν καὶ τὸ τοῦ αὐχένος ἥμισυ πρὸς τὴν τομήν, ἵνα θεώμενος τὴν αὑτοῦ τμῆσιν κοσμιώτερος εἴη ὁ ἄνθρωπος, καὶ τἆλλα ἰᾶσθαι ἐκέλευεν. ὁ δὲ τό τε πρόσωπον μετέστρεφε, καὶ συνέλκων πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην, ὥσπερ τὰ σύσπαστα βαλλάντια, ἓν στόμα ποιῶν ἀπέδει κατὰ μέσην τὴν γαστέρα, ὃ δὴ τὸν ὀμφαλὸν καλοῦσι.καὶ τὰς μὲν ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελέαινε καὶ τὰ στήθη
διήρθρου, ἔχων τι τοιοῦτον ὄργανον οἷον οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλάποδα
λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας· ὀλίγας δὲ κατέλιπε, τὰς περὶ αὐτὴν τὴν
γαστέρα καὶ τὸν ὀμφαλόν, μνημεῖον εἶναι τοῦ παλαιοῦ πάθους. ἐπειδὴ οὖν ἡ
φύσις δίχα ἐτμήθη, ποθοῦν ἕκαστον τὸ ἥμισυ τὸ αὑτοῦ συνῄει, καὶ
περιβάλλοντες τὰς χεῖρας καὶ συμπλεκόμενοι ἀλλήλοις, ἐπιθυμοῦντες
συμφῦναι, ἀπέθνῃσκον ὑπὸ λιμοῦ καὶ τῆς (b) ἄλλης ἀργίας διὰ τὸ μηδὲν
ἐθέλειν χωρὶς ἀλλήλων ποιεῖν. καὶ ὁπότε τι ἀποθάνοι τῶν ἡμίσεων, τὸ δὲ λειφθείη, τὸ λειφθὲν ἄλλο ἐζήτει καὶ συνεπλέκετο, εἴτε γυναικὸς τῆς ὅλης ἐντύχοι ἡμίσει—ὃ δὴ νῦν γυναῖκα καλοῦμεν—εἴτε ἀνδρός· καὶ οὕτως ἀπώλλυντο. ἐλεήσας δὲ ὁ Ζεὺς ἄλλην μηχανὴν πορίζεται, καὶ μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν—τέως γὰρ καὶ ταῦτα ἐκτὸς εἶχον, καὶ ἐγέννων (c) καὶ ἔτικτον οὐκ εἰς ἀλλήλους ἀλλ᾽ εἰς γῆν, ὥσπερ οἱ τέττιγες—μετέθηκέ τε οὖν οὕτω αὐτῶν εἰς τὸ πρόσθεν καὶ διὰ τούτων τὴν γένεσιν ἐν ἀλλήλοις ἐποίησεν, διὰ τοῦ
ἄρρενος ἐν τῷ θήλει, τῶνδε ἕνεκα, ἵνα ἐν τῇ συμπλοκῇ ἅμα μὲν εἰ ἀνὴρ γυναικὶ
ἐντύχοι, γεννῷεν καὶ γίγνοιτο τὸ γένος, ἅμα δ᾽ εἰ καὶ ἄρρην ἄρρενι, πλησμονὴ
γοῦν γίγνοιτο τῆς συνουσίας καὶ διαπαύοιντο καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα τρέποιντο
καὶ τοῦ ἄλλου βίου ἐπιμελοῖντο. ἔστι δὴ οὖν ἐκ τόσου (d) ὁ ἔρως ἔμφυτος
ἀλλήλων τοῖς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεὺς καὶ
ἐπιχειρῶν ποιῆσαι ἓν ἐκ δυοῖν καὶ ἰάσασθαι τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην.
ἕκαστος οὖν ἡμῶν ἐστιν ἀνθρώπου σύμβολον, ἅτε τετμημένος ὥσπερ αἱ
ψῆτται, ἐξ ἑνὸς δύο· ζητεῖ δὴ ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος σύμβολον. ὅσοι μὲν οὖν τῶν
ἀνδρῶν τοῦ κοινοῦ τμῆμά εἰσιν, ὃ δὴ τότε ἀνδρόγυνον ἐκαλεῖτο, φιλογύναικές τέ
εἰσι καὶ οἱ πολλοὶ τῶν μοιχῶν ἐκ τούτου τοῦ γένους γεγόνασιν, καὶ (e) ὅσαι αὖ
γυναῖκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι ἐκ τούτου τοῦ γένους γίγνονται. ὅσαι δὲ τῶν γυναικῶν γυναικὸς τμῆμά εἰσιν, οὐ πάνυ αὗται τοῖς ἀνδράσι τὸν νοῦν
προσέχουσιν, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὰς γυναῖκας τετραμμέναι εἰσί, καὶ αἱ
ἑταιρίστριαι ἐκ τούτου τοῦ γένους γίγνονται. ὅσοι δὲ ἄρρενος τμῆμά εἰσι, τὰ
ἄρρενα διώκουσι, καὶ τέως μὲν ἂν παῖδες ὦσιν, ἅτε τεμάχια ὄντα τοῦ ἄρρενος,
φιλοῦσι τοὺς ἄνδρας καὶ χαίρουσι συγκατακείμενοι καὶ συμπεπλεγμένοι
τοῖς ἀνδράσι, καί εἰσιν οὗτοι βέλτιστοι τῶν παίδων καὶ μειρακίων, ἅτε
ἀνδρειότατοι ὄντες φύσει. φασὶ δὲ δή τινες αὐτοὺς ἀναισχύντους εἶναι, ψευδόμενοι· οὐ γὰρ ὑπ᾽ ἀναισχυντίας τοῦτο δρῶσιν ἀλλ᾽ ὑπὸ θάρρους καὶ ἀνδρείας καὶ ἀρρενωπίας, τὸ ὅμοιον αὐτοῖς ἀσπαζόμενοι. μέγα δὲ τεκμήριον· καὶ γὰρ τελεωθέντες μόνοι ἀποβαίνουσιν εἰς τὰ πολιτικὰ ἄνδρες οἱ τοιοῦτοι. ἐπειδὰν δὲ ἀνδρωθῶσι, (b) παιδεραστοῦσι καὶ πρὸς γάμους καὶ παιδοποιίας οὐ προσέχουσι τὸν νοῦν φύσει, ἀλλ᾽ ὑπὸ τοῦ νόμου ἀναγκάζονται· ἀλλ᾽ ἐξαρκεῖ αὐτοῖς μετ᾽ ἀλλήλων καταζῆν ἀγάμοις. πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται, ἀεὶ τὸ συγγενὲς ἀσπαζόμενος. ὅταν μὲν οὖν καὶ αὐτῷ
ἐκείνῳ ἐντύχῃ τῷ αὑτοῦ ἡμίσει καὶ ὁ παιδεραστὴς καὶ ἄλλος πᾶς, τότε καὶ
θαυμαστὰ ἐκπλήττονται φιλίᾳ τε καὶ (c) οἰκειότητι καὶ ἔρωτι, οὐκ ἐθέλοντες ὡς
ἔπος εἰπεῖν χωρίζεσθαι ἀλλήλων οὐδὲ σμικρὸν χρόνον. καὶ οἱ διατελοῦντες μετ᾽
ἀλλήλων διὰ βίου οὗτοί εἰσιν, οἳ οὐδ᾽ ἂν ἔχοιεν εἰπεῖν ὅτι βούλονται σφίσι παρ᾽
ἀλλήλων γίγνεσθαι. οὐδενὶ γὰρ ἂν δόξειεν τοῦτ᾽ εἶναι ἡ τῶν ἀφροδισίων
συνουσία, ὡς ἄρα τούτου ἕνεκα ἕτερος ἑτέρῳ χαίρει συνὼν οὕτως ἐπὶ μεγάλης
σπουδῆς· ἀλλ᾽ ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψυχὴ (d) δήλη ἐστίν, ὃ οὐ
δύναται εἰπεῖν, ἀλλὰ μαντεύεται ὃ βούλεται, καὶ αἰνίττεται. καὶ εἰ αὐτοῖς ἐν
τῷ αὐτῷ κατακειμένοις ἐπιστὰς ὁ ῞Ηφαιστος, ἔχων τὰ ὄργανα, ἔροιτο· "Τί ἔσθ᾽ ὃ βούλεσθε, ὦ ἄνθρωποι, ὑμῖν παρ᾽ ἀλλήλων γενέσθαι;" καὶ εἰ ἀποροῦντας αὐτοὺς πάλιν ἔροιτο· "Ἆρά γε τοῦδε ἐπιθυμεῖτε, ἐν τῷ αὐτῷ γενέσθαι ὅτι μάλιστα ἀλλήλοις, ὥστε καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν μὴ ἀπολείπεσθαι ἀλλήλων; εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῖτε, θέλω ὑμᾶς συντῆξαι καὶ (e) συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό, ὥστε δύ᾽ ὄντας ἕνα γεγονέναι καὶ ἕως τ᾽ ἂν ζῆτε, ὡς ἕνα ὄντα, κοινῇ ἀμφοτέρους ζῆν, καὶ ἐπειδὰν ἀποθάνητε, ἐκεῖ αὖ ἐν Ἅιδου ἀντὶ δυοῖν ἕνα εἶναι κοινῇ τεθνεῶτε· ἀλλ᾽ ὁρᾶτε εἰ τούτου ἐρᾶτε καὶ ἐξαρκεῖ ὑμῖν ἂν τούτου τύχητε·" ταῦτ᾽ ἀκούσας ἴσμεν ὅτι οὐδ᾽ ἂν εἷς ἐξαρνηθείη οὐδ᾽ ἄλλο τι ἂν φανείη βουλόμενος, ἀλλ᾽ ἀτεχνῶς οἴοιτ᾽ ἂν ἀκηκοέναι τοῦτο ὃ πάλαι ἄρα ἐπεθύμει, συνελθὼν καὶ συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ ἐκδυοῖν εἷς γενέσθαι. τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἴτιον, ὅτι ἡ ἀρχαία φύσις ἡμῶν ἦν αὕτη καὶ ἦμεν ὅλοι· τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα. καὶ πρὸ τοῦ, ὥσπερ λέγω, ἓν ἦμεν, νυνὶ δὲ διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ, καθάπερ Ἀρκάδες ὑπὸ Λακεδαιμονίων· φόβος οὖν ἔστιν, ἐὰν μὴ κόσμιοι ὦμεν πρὸς τοὺς θεούς, ὅπως μὴ καὶ αὖθις διασχισθησόμεθα, καὶ περίιμεν ἔχοντες
ὥσπερ οἱ ἐν ταῖς στήλαις καταγραφὴν ἐκτετυπωμένοι, διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς
ῥῖνας, γεγονότες ὥσπερ λίσπαι. ἀλλὰ τούτων ἕνεκα πάντ᾽ ἄνδρα χρὴ ἅπαντα
παρακελεύεσθαι εὐσεβεῖν περὶ (b) θεούς, ἵνα τὰ μὲν ἐκφύγωμεν, τῶν δὲ τύχωμεν,
ὡς ὁ Ἔρως ἡμῖν ἡγεμὼν καὶ στρατηγός. ᾧ μηδεὶς ἐναντία πραττέτω— πράττει δ᾽
ἐναντία ὅστις θεοῖς ἀπεχθάνεται—φίλοι γὰρ γενόμενοι καὶ διαλλαγέντες τῷ θεῷ
ἐξευρήσομέν τε καὶ ἐντευξόμεθα τοῖς παιδικοῖς τοῖς ἡμετέροις αὐτῶν, ὃ τῶν
νῦν ὀλίγοι ποιοῦσι. καὶ μή μοι ὑπολάβῃ Ἐρυξίμαχος, κωμῳδῶν τὸν λόγον, ὡς
Παυσανίαν καὶ Ἀγάθωνα λέγω—ἴσως μὲν (c) γὰρ καὶ οὗτοι τούτων
τυγχάνουσιν ὄντες καί εἰσιν ἀμφότεροι τὴν φύσιν ἄρρενες—λέγω δὲ οὖν ἔγωγε
καθ᾽ ἁπάντων καὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅτι οὕτως ἂν ἡμῶν τὸ γένος εὔδαιμον
γένοιτο, εἰ ἐκτελέσαιμεν τὸν ἔρωτα καὶ τῶν παιδικῶν τῶν αὑτοῦ ἕκαστος τύχοι
εἰς τὴν ἀρχαίαν ἀπελθὼν φύσιν. εἰ δὲ τοῦτο ἄριστον, ἀναγκαῖον καὶ τῶν νῦν
παρόντων τὸ τούτου ἐγγυτάτω ἄριστον εἶναι· τοῦτο δ᾽ ἐστὶ παιδικῶν τυχεῖν κατὰ νοῦν αὐτῷ πεφυκότων· οὗ δὴ τὸν αἴτιον θεὸν ὑμνοῦντες (d) δικαίως ἂν ὑμνοῖμεν
Ἔρωτα, ὃς ἔν τε τῷ παρόντι ἡμᾶς πλεῖστα ὀνίνησιν εἰς τὸ οἰκεῖον ἄγων, καὶ
εἰς τὸ ἔπειτα ἐλπίδας μεγίστας παρέχεται, ἡμῶν παρεχομένων πρὸς
θεοὺς εὐσέβειαν, καταστήσας ἡμᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν φύσιν καὶ ἰασάμενος
μακαρίους καὶ εὐδαίμονας ποιῆσαι. Οὗτος, ἔφη, ὦ Ἐρυξίμαχε, ὁ ἐμὸς λόγος
ἐστὶ περὶ Ἔρωτος, ἀλλοῖος ἢ ὁ σός.  ὥσπερ οὖν ἐδεήθην σου, μὴ κωμῳδήσῃς
αὐτόν, ἵνα καὶ τῶν λοιπῶν ἀκούσωμεν τί ἕκαστος (e) ἐρεῖ, μᾶλλον δὲ τί ἑκάτερος· Ἀγάθων γὰρ καὶ Σωκράτης λοιποί.

(Μετάφραση) 
 Και ο Ερυξίμαχος ανταπάντησε: «Ευλογημένε, Αριστοφάνη, κοίτα τι κάνεις! Προκαλείς τα γέλια, με το να αργείς να πάρεις το λόγο και μ' αναγκάζεις να υπερασπιστώ το λόγο σου σε περίπτωση που πεις κάτι γελοίο, αν και μπορείς να μιλήσεις σε ήρεμο κλίμα». Και ο Αριστοφάνης γέλασε και είπε: «Ερυξίμαχε, σωστά μιλάς και ας παραμείνουν απόρρητα αυτά που θα πω. Αλλά μη με προσέχεις, γιατί φοβάμαι για αυτά που πρόκειται να πω, όχι μήπως προκαλέσουν γέλιο, (άλλωστε αυτό θα ήταν κέρδος και θα
υπηρετούσαμε έτσι και την τέχνη μας ) αλλά μήπως είναι για γέλιο οι απόψεις μου». «Χτυπώντας, Αριστοφάνη» ,είπε, «νομίζεις ότι θα
ξεφύγεις· αλλά νά 'χεις το νου σου και έτσι να μιλήσεις, σαν να πρόκειται ν' απολογηθείς. Ίσως σ' αφήσω, αν αλλάξω γνώμη». «Πράγματι, Ερυξίμαχε», είπε ο Αριστοφάνης, «έχω κατά νου να δώσω διαφορετική διάσταση στο λόγο απ' αυτή που εσύ και ο Παυσανίας δώσατε. Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αντιληφθεί καθόλου την δύναμη του έρωτα, γιατί, αν την είχαν αντιληφθεί, θα κατασκεύαζαν γι αυτόν μεγαλοπρεπείς ναούς και βωμούς και θά 'καναν λαμπρές θυσίες και όχι, όπως τώρα που τίποτα απ'
αυτά δεν γίνεται και είναι ανάγκη να γίνουν και μάλιστα κατά προτεραιότητα. Εξάλλου, είναι ο πιο φιλάνθρωπος θεός, είναι αρωγός και γιατρός των ανθρώπων, που, όταν είναι θεραπευμένοι εξασφαλίζεται η μέγιστη ευτυχία για το γένος των ανθρώπων. Εγώ, λοιπόν, θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω τη δύναμή του και σεις να την διδάξετε και στους άλλους. Όμως πρώτα πρέπει να σας μιλήσω για τη φύση της ανθρώπινης ψυχής και τα πάθη της. Στο παρελθόν, η φύση μας δεν ήταν ίδια με τη σημερινή, αλλά διαφορετική. Κατ' αρχάς τα γένη των ανθρώπων ήταν τρία και όχι, όπως σήμερα δυο, δηλαδή το αρσενικό και το θηλυκό· κοντά σ' αυτά υπήρχε και ένα τρίτο ανάμεικτο από τα δυο αυτά, το όνομα του οποίου έχει χαθεί και δεν σώζεται. Υπήρχε λοιπόν ένα είδος ανδρών που ήταν ταυτόχρονα και γυναίκες και αποτελούνταν από το αρσενικό και το θηλυκό· αυτό το είδος δεν επιβίωσε ως τις μέρες μας· επιβίωσε ο χαρακτηρισμός, προκειμένου να μειώσουμε ή να προσβάλλουμε κάποιον. Συνολικά χαρακτηρίζονταν από τα γνωρίσματα του κάθε ανθρώπου, αλλά σαν είδος ήταν στρογγυλό· είχε πλάτη και πλευρά κυκλικά, είχε τέσσερα χέρια και σκέλη ίσα με τα χέρια, είχε δυο πρόσωπα εντελώς όμοια πάνω στον στρογγυλό αυχένα και ένα κεφάλι πάνω και στα δυο πρόσωπα που στέκονταν αντιμέτωπα, είχε τέσσερα αυτιά και δυο γεννητικά όργανα και όλα τα υπόλοιπα φαντάζομαι μπορεί να τα υποθέσει κανείς.
 Περπατούσε και όρθια, σαν σήμερα, όποτε ήθελε. Και όταν ορμούσε να τρέξει γρήγορα, όπως ακριβώς αυτοί που κάνουν τούμπες διπλώνουν τα
μέλη τους και αναστρέφονται κυκλικά, έτσι στηριζόμενο στα οχτώ μέλη του σώματος που είχε τότε, ακολουθούσε γρήγορη και κυκλική πορεία.
Αυτά λοιπόν ήταν τα τρία γένη και αυτή τη μορφή είχαν· το μεν αρσενικό στην αρχή ήταν απότοκο του ήλιου, το θηλυκό της γης και το ανάμεικτο της
σελήνης· γιατί η σελήνη συμμετέχει και στον ήλιο και στη γη. Το σχήμα τους ήταν σφαιρικό και η πορεία τους όμοια με την πορεία των γονιών τους.
Είχαν τρομερή δύναμη και ισχύ και διαπνέονταν από υψηλά φρονήματα και επιχείρησαν και τους θεούς, όπως αναφέρει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη
και τον Ώτο, αναφέρεται και για κείνους ότι επιχείρησαν ανάβαση στον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς.Ο Δίας, λοιπόν, και οι υπόλοιποι θεοί
συσκέπτονταν επί του πρακτέου και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Γιατί δεν μπορούσαν ούτε να τους σκοτώσουν ούτε να αφανίσουν τη ράτσα τους,
όπως έκαναν με τους γίγαντες που τους κατακεραύνωσαν (επιπρόσθετα αυτό είχε αρνητική επίδραση στις αποδιδόμενες τιμές προς τους θεούς, στις θυσίες και στους ναούς που λιγόστευαν δραματικά) ούτε να τους αφήσουν να φέρονται με ασέλγεια. Ο Δίας, μετά κόπου και πόνου, βρήκε τη λύση και
είπε: «νομίζω ότι βρήκα τον τρόπο για να γίνουν άνθρωποι και να σταματήσουν τις ακολασίες, αφού τους εξασθενήσω. Αμέσως θα
τους κόψω στη μέση και θα τους διαιρέσω στα δυο· έτσι και θα εξαδυνατίσουν και χρησιμότεροι σε μας θ' αποβούν, αφού θα αυξηθεί ο αριθμός τους· επιπρόσθετα θα μπει και κάποιο φρένο στην πορεία τους
με το να περπατούν όρθιοι σε δυο πόδια.Εάν, παρόλα αυτά, σχηματίσω την εντύπωση ότι δεν εννοούν να εγκαταλείψουν τις ασέλγειες και δεν θέλουν να ζήσουν ήσυχα, θα τους ξανακόψω στα δυο, ώστε να περπατούν σε ένα σκέλος, σαν να παίζουν το «κουτσό». Αυτά είπε και άρχισε να τέμνει στα δυο τους ανθρώπους, όπως αυτοί που κόβουν τα σούρβα για να τα ξεφλουδίσουν και να τα βάλουν στην άλμη ή όπως κόβουν τα αυγά με τις τρίχες. Και εκείνον που τον έτεμνε, τον παρέδιδε στη συνέχεια στον Απόλλωνα
για να του γυρίσει το πρόσωπο και το μισό αυχένα προς το μέρος της τομής για να τη βλέπει και να γίνεται πιο μυαλωμένος και να τον θεραπεύει στα
υπόλοιπα. Και ο Απόλλωνας και το πρόσωπο γύριζε και τραβώντας το δέρμα απ' όλες τις πλευρές ταυτόχρονα προς το μέρος που τώρα ονομάζεται
κοιλιά, όπως ακριβώς τα πορτοφόλια που σουφρώνουν και κλείνουν, και, σχηματίζοντας ένα στόμιο στο μέσο της κοιλιάς, το έδενε δημιουργώντας αυτό που, ως γνωστόν, ομφαλό ονομάζουν.
 Και τις υπόλοιπες ρυτίδες και ατέλειες τακτοποιούσε απολειαίνοντάς τες και τα στήθη διάρθρωνε με τη βοήθεια κάποιου οργάνου, σαν αυτό που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες γύρω από το καλαπόδι στην προσπάθεια τους να λειάνουν το κατεργασμένο δέρμα και να απαλείψουν τις ζαρωματιές του πετσιού. Άφηνε όμως κάποιες δίπλες γύρω απ' την κοιλιά και τον
ομφαλό, ώστε να αποτελεί μνημείο του προπατορικού πάθους. Αφού λοιπόν η φύση κόπηκε στα δυο, το καθένα αρπαζόταν με πόθο από το υπόλοιπο μισό και αγκάλιαζε το ένα το άλλο περιπλέκοντας τα χέρια γύρω του,  διαποτισμένα από σφοδρή επιθυμία συνύπαρξης, και πέθαιναν από την πείνα και τη γενική απραξία, καθώς δεν ήθελαν να κάνουν τίποτα χωριστά. Κάθε φορά που πέθαινε το μισό από τα δυο, το άλλο μισό αναζητούσε άλλο και συμπλέκονταν, είτε συναντούσε ολόκληρη γυναίκα, είτε άντρα και, κατά συνέπεια, αφανίζονταν. 0 Δίας τους σπλαχνίστηκε και σκέφτηκε έναν άλλο τρόπο. Μεταθέτει λοιπόν στο μπροστινό μέρος τα γεννητικό τους όργανα. –
παλιότερα κι αυτό τα είχαν προς τα έξω και δεν γεννούσαν με  αλληλογονιμοποίηση, αλλά στη γη, όπως τα τζιτζίκια . Τα μετάθεσε, λοιπόν, στο μπροστινό μέρος και μετέβαλε και τον τρόπο γέννησης, εισάγοντας το
στοιχείο της αλληλεπίδρασης, δια της εισόδου του αρσενικού στο θηλυκό, αποσκοπώντας στα εξής: και να γίνεται αναπαραγωγή με άμεση συνέπεια τη δημιουργία της γενιάς, σε περίπτωση που η σαρκική ανάμειξη συντελεστεί μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, και για να υπάρχει κορεσμός στην
επαφή με άμεση συνέπεια το σταμάτημα και τη στροφή προς τα υπόλοιπα έργα και στη φροντίδα για άλλες δραστηριότητες της ζωής, σε περίπτωση
που η συνουσία συντελεστεί μεταξύ δυο αρσενικών.Από τέτοιο βάθος χρόνου ο έρωτας ανάμεσα στους ανθρώπους είναι έμφυτος και συνδέει την
αρχαία φύση με τη δημιουργία ενός από δυο και την προσπάθεια θεραπείας της ανθρώπινης φύσης. Ο καθένας μας λοιπόν είναι τεκμήριο του
ανθρώπου που δημιουργήθηκε με τμήση του ενός σε δυο, αφού είμαστε τεμαχισμένοι, όπως οι γλώσσες (ψάρια). 0 καθένας μας επιζητεί το ταίρι
του για να συμβληθεί με αυτό. Ανακεφαλαιώνοντας, όσοι από τους άνδρες
προέρχονται από το ανάμεικτο είδος, που τότε ονομάζονταν αντρόγυνο, νιώθουν μεγάλη έλξη προς τις γυναίκες και ανάμεσα τους συγκαταλέγονται οι πιο πολλοί μοιχοί· όσες πάλι γυναίκες έχουν την ίδια καταγωγή, νιώθουν τρομερή έλξη για τους άντρες και ανάμεσα τους συγκαταλέγονται οι πιο πολλές μοιχαλίδες· Όσες γυναίκες τώρα προέρχονται απ' την αρχέγονη
γυναίκα, δεν ενδιαφέρονται τόσο για τους άντρες, αλλά έχουν στραμμένη την προσοχή προς το γυναικείο φύλο και οι λεσβίες υπάγονται σ' αυτή
την κατηγορία. Όσοι πάλι προέρχονται από τον αρχέγονο άντρα, επιδιώκουν το αρσενικό και σε πρώτη φάση, όταν βρίσκονται σε νεαρή ηλικία,
επειδή είναι τεμάχια του αρσενικού, αγαπούν τους άντρες και χαίρονται να ξαπλώνουν μαζί τους και να έρχονται σε σαρκική επαφή μαζί τους, και
αποτελούν την αφρόκρεμα των εφήβων και των παιδιών, μια και από τη φύση τους είναι ανδρειότατοι.
 Μερικοί άσχετοι, βέβαια, θεωρούν ότι αυτοί οι νεαροί είναι αδιάντροποι. Όμως αυτό δεν το κάνουν από αδιαντροπιά, αλλά από θάρρος και
ανδρεία και αρρενωπότητα, αφού ασπάζονται το όμοιο με αυτούς. Και αυτή εδώ είναι η πιο τρανή  απόδειξη. Αυτοί οι νεαροί είναι οι μοναδικοί που,
όταν ολοκληρωθούν ως προσωπικότητες, διακονούν τα πολιτικά πράγματα. Όταν γίνουν άντρες, γίνονται παιδεραστές και προς το γάμο και την
τεκνοποίηση δεν στρέφονται από φυσική ορμή, αλλά από τη νομική επιταγή. Τους είναι αρκετό να ζουν μεταξύ τους, απαλλαγμένοι από τα δεσμά του
γάμου. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν ο άνθρωπος αυτός γίνεται σε πρώτη φάση φιλεραστής και σε δεύτερη παιδεραστής για τον ίδιο λόγο· ασπάζεται
αυτό με το οποίο συγγενεύει. Και όταν ένας τέτοιος άνθρωπος έχει την αγαθή τύχη και συναντήσει έναν όμοιο σαν το άλλο μισό του και ο παιδεραστής και οποιοσδήποτε, αναπτύσσεται λαμπρή φιλία, εκτυφλωτική εξοικείωση και δυνατός έρωτας και δεν θέλουν - για να το πω έτσι
- να ζήσουν χώρια ούτε δευτερόλεπτο. Και αυτοί είναι εκείνοι που συμβιώνουν εφ' όρου ζωής και που σε καμιά περίπτωση δεν θά 'λεγαν ότι
επιθυμούν να κερδίσουν κάτι από την επαφή με τους άλλους. Σε κανένα δεν θα μπορούσε να σχηματιστεί η εντύπωση πως σ' αυτό αποσκοπεί η
ερωτική συναναστροφή, ότι τάχατες δηλαδή γι αυτό το λόγο ο καθένας τέρπεται και συναναστρέφεται τον άλλο με τόσο ζήλο και θέρμη. Ολοφάνερα κάτι άλλο επιθυμεί η ψυχή του καθένα· αυτό βέβαια δεν μπορεί να το εκφράσει με λόγια, όμως μπορεί να το μαντέψει κανείς ή να
καταστήσει αυτή την επιθυμία της ψυχής αντικείμενο αινιγματωδών φράσεων. Αν λοιπόν ο Ήφαιστος αυτούς τους εύρισκε να είναι
ξαπλωμένοι μαζί, στεκόταν από πάνω, έχοντας ανθρώπινες ιδιότητες και τους ρωτούσε: «Τί είναι αυτό που θέλετε να κερδίσετε, άνθρωποι,
και να εξασφαλίσετε με την μεταξύ σας επαφή»; Και αν δεν ήξεραν τι να πουν και τους ξαναρωτούσε: «Μήπως επιθυμείτε αυτό, να βρίσκεστε δηλαδή στο ίδιο μέρος όσο γίνεται πιο πολύ μεταξύ σας, ώστε να μην αποχωρίζεστε ούτε μέρα ούτε νύχτα; Αν λοιπόν αυτό επιθυμείτε, έχω
τη βούληση να σας καταψύξω και να σας εμφυσήσω μια ύπαρξη, ώστε από δυο να γίνετε ένας και, όσο ζείτε, να ζείτε από κοινού, σαν να επρόκειτο για ένα άτομο και όταν πεθάνετε, εκεί στον Άδη, αντί για δυο, να πρόκειται για μια ύπαρξη, εφόσον και οι δυο ταυτόχρονα απεβίωσαν. Προσέξτε λοιπόν, αν αυτό αγαπάτε και σας είναι αρκετό, είμαι έτοιμος να σας το προσφέρω». Γνωρίζουμε ότι κανένας δεν θα αρνιόταν, ακούγοντας αυτά ούτε θα εξεδήλωνε κάποια άλλη επιθυμία, αλλά κατά κανόνα θα νόμιζε ότι άκουσε εκείνο που από πολύ καιρό ποθούσε και, αφού ερχόταν σε επαφή με τον αγαπημένο του και γινόταν η σύζευξη δια της καταψύξεως, θα επιτυγχάνονταν η μετατροπή των δυο σε ένα.Αυτή είναι η αιτία, επειδή η αρχαία μας φύση ήταν αυτή και ήμαστε μια ολότητα. Η επιθυμία και η επιδίωξη της ολότητας, λοιπόν, συνιστά αυτό που ακούει στο όνομα έρωτας. Και πριν, όπως λέω, ήμαστε ένα, όμως τώρα, λόγω του αμαρτήματος, διασκορπιστήκαμε από το θεό, όπως ακριβώς οι Αρκάδες από τους Λακεδαιμόνιους. Και είναι επίφοβο, εάν δεν επιδείξουμε κοσμιότατη προς τους θεούς διαγωγή, να υποστούμε εκ νέου τεμαχισμό και να περιφερόμαστε σαν εκείνους που είναι αποτυπωμένοι στις μαρμάρινες πλάκες, έχοντας υποστεί ακρωτηριασμό κατά προέκταση της μύτης, σαν τους κύβους που κόβονται από δυο φίλους και ο καθένας κρατάει από ένα για ναμπορεί να μνημονεύει τη φιλία ή να την βεβαιώσει. Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, κάθε άντρας πρέπει να προτρέπεται σε ευσεβή στάση προς τους θεούς για να αποφύγουμε τα δυσάρεστα και να ευτυχήσουμε στα άλλα και νά 'χουμε τον Έρωτα στρατηγό και οδηγό. Σ' αυτόν κανείς να μην κάνει αντίπραξη — και αντιπράττει όποιος τους θεούς απεχθάνεται — και, αφού γίνουμε φίλοι και συνδιαλλαγούμε με το θεό, θα βρούμε και θα ενωθούμε σαρκικά ο καθένας μας με τα νεαρά του αγόρια, πράγμα που λίγοι από τους τωρινούς κάνουν.Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, διακωμωδώντας το λόγο μου, ότι εννοώ τον Παυσανία και τον Αγάθωνα— ίσως κι αυτοί να είναι απ' αυτούς και είναι και οι δυο από τη φύση αρσενικοί· - είναι προφανές ότι αναφέρομαι σε όλους τους άντρες και τις γυναίκες, γιατί έτσι θα γινόταν η γενιά μας ευτυχισμένη, εάν ασκήσουμε τον έρωτα κι ο καθένας μας έχει το μερίδιο του όσον αφορά τους τρυφερούς νέους, επιστρέφοντας στην αρχαία μας φύση. Αν αυτό είναι το άριστο, είναι ανάγκη και οι παρόντες να κινηθούν όσο γίνεται πιο κοντά στο άριστο·και εννοώ να συνδεθούν ερωτικά με τα ποθητά αγόρια που στη σκέψη τους κυριαρχούν. Υμνώντας τον θεό που ευθύνεται γι αυτό το πράγμα, εύλογα θα εγκωμιάζαμε τον Έρωτα ο οποίος και στο παρόν ποικιλότροπα μας ωφελεί, οδηγώντας μας στην εξοικείωση και για το μέλλον αφήνει βάσιμες ελπίδες, υπό την προϋπόθεση ότι θα τιμάμε τους
θεούς, να μας επαναφέρει στην αρχαία φύση και να μας γιατρέψει και να μας κάνει καλότυχους κι ευτυχισμένους. Αυτός λοιπόν, Ερυξίμαχε, είναι λόγος μου σχετικά με τον έρωτα και είναι διαφορετικός απ' τον δικό σου. Όπως λοιπόν σε παρακάλεσα, μην χλευάσεις τα λεγόμενα μου για να ακούσουμε και τους υπόλοιπους, τι ο καθένας τους θα πει ή μάλλον τι θα πει κι ο ένας κι ο άλλος, γιατί απομένουν ο Αγάθωνας και ο Σωκράτης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου