Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Tα ομόηχα της Νέας και της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Ομόηχες λέξεις ή ομόηχα ( ή ομώνυμα ) ονομάζονται οι λέξεις που προφέρονται όμοια αλλά έχουν διαφορετική σημασία και συχνά ορθογραφία. Τα κυριότερα ομόηχα της  Νέας Ελληνικής Γλώσσας είναι :
Α:
αίτημα  -  έτοιμα
ακόλλητος   ( < κολλώ ) – ακώλυτος ( < κωλύω ) 
άφιλος ( < φίλος )  - άφυλλος ( < φύλλο )
Β:
 βάζο – βάζω
Γ:
γλείφω ( με τη γλώσσα )  - γλύφω ( με εργαλείο , γλύπτης )
Δ :
δανεικός  ( < δανείζω ) – δανικός ( < Δανία )
διάλειμμα ( διαλείπω )   -  διάλυμα ( < διαλύω )
δίνει ( δίνω )  - δίνη ( στρόβιλος )
δίστιχο ( δύο στίχοι ) -  δύστυχο ( το ) (κακότυχο )
Ε :
έγγειος  - έγκυος
έκκληση  - έκλυση ( ηθών )
εξάρτηση ( < εξαρτώμαι ) – εξάρτιση ( πλοίου )  - εξάρτυση ( στρατιώτη )
ετοιμολογία  -  ετυμολογία ( της λέξης ) 
ευφορία  - εφορία
Η :
ήρα ( του σιταριού )   - Ήρα ( θεά ) 
ήττα  - ήτα ( το γράμμα )
Θ :
θαλάμη ( όπλου )  - θαλάμι ( φωλιά χταποδιού )
θύρα ( πόρτα ) - θήρα ( κυνήγι )  - Θήρα ( το νησί Σαντορίνη )
Ι : 
ίλη ( λόχος ιππικού )  - ύλη
ιός  ( γρίπης )  - υιός ( γιός )
Ιωνικός ( < Ιωνία )  - Ιονικός ( < Ιόνιο ) 
Κ:
καινός ( καινούριος)  - κενός
κάλλος  - κάλος
κάππα ( το ) γράμμα - κάπα ( η ) πανωφόρι 
κήτος ( θαλάσσιο )  - κύτος ( πλοίου , αμπάρι ) 
κλείνω  - κλίνω 
κλήμα  -  κλίμα
κλήση  - κλίση
κόλλημα  - κώλυμα
κόμη ( μαλλιά )  - κώμη ( κωμόπολη )
κόμμα ( α. πολιτικό β. σημείο στίξης )   - κώμα
Κρητικός - κριτικός
κινώ - κοινό
Λ:
λήμμα ( λέξη )  - λύμα ( απόβλητο )  - λίμα ( < λιμάρω ) 
λιμός ( πείνα )  - λοιμός ( ασθένεια) 
λίπη ( τα ) - λύπη ( η ) - λείπει ( ρήμα ) 
λίρα ( νόμισμα )  λύρα ( μουσικό όργανο ) 
λιτός - λυτός ( < λύνω ) 
Μ:
μέλει ( ενδιαφέρει )  - μέλι
Μήλος ( το νησί )  - μύλος ( ο ) 
μήτρα ( γυναίκας )  - μίτρα ( δεσποτική ) 
μοιχός ( άπιστος σύζυγος ) - μυχός ( κόλπου ) 
μηλιά  - μιλιά ( < μιλώ )
Ν:
νίκη - νοίκι
νότα  - νώτα ( τα )
Ξ: 
ξηρός - ξυρός ( το ξυράφι ) βλ. επί ξυρού ακμής
Ο:
όμως  -  ώμος
όρος ( βουνό)  - όρος ( συμφωνία ) 
Π:
πάλη -πάλι
πιάνο - πιάνω ( ρήμα ) 
πείρα - πήρα ( παίρνω ) 
ποιά (αντων .)    -  πιά ( επίρρ. )
παράλειψη ( < παραλέιπω) - παράληψη (  < παραλαμβάνω )
Ρ :
ρήμα ( το ) - ρίμα ( η ) 
Σ:
σατυρικός ( που ταιριάζει σε Σάτυρο )  - σατιρικός ( <σατιρίζω )
σήκω - σύκο
σκηνή -σκοινί
σορός ( η )  - σωρός ( ο ) 
στίχος ( ποιήματος) - στοίχος (σειρά , αράδα)
Τ:
τείχος ( το ) - τοίχος ( ο )
τόπι ( το )  - τόποι ( οι )
τόνος ( ψάρι )  - τόνος ( οξεία )  - τόνος ( 1000 κιλά ) 
τύχη  -  τοίχοι  - τείχη  - τύχει ( ρήμα ) 
τυρί  - τηρεί ( τηρώ ) 
Φ:
φύλλο ( δέντρου ) - φύλο - φίλο
φυτό  - φοιτώ
Χ:
χήρος  -  χοίρος 
χορικός ( < χορός ) - χωρικός ( < χωριό ) 
Ψ :
ψηλός - ψιλός ( φωνή )

Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο και στην αρχαία ελληνική γλώσσα.Κατά την κλίση των ρημάτων παρουσιάζονται ορισμένοι όμοιοι τύποι, όπως για παράδειγμα στη λέξη πράττῃ ( γ΄εν. Υποτ. Ενεστ. Ε.Φ  + β΄ενικό Οριστ. Ενεστ. Μ.Φ. ) Παρόμοιες λέξεις υπάρχουν πολλές.
Ακολουθεί πίνακας με τους συνηθέστερους ομόηχους τύπους:

ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ  -  εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω

ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι  - εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι

ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι - εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι

ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι  - ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ

αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρώμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. ἐρῶμαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ

ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι - ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι

ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι  - ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι

εἷμαι → παρακείμενος του ρ. ἵεμαι - οἶμαι → ενεστώτας του ρ. οἴομαι / οἶμαι

ἦρξα → αόριστος του ρ. ἄρχω - εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω

ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι  - εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι

ἦργμαι → παρακείμενος του ρ. ἄρχομαι - εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι

ἦρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι - εἶρχθαι → απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. εἴργομαι

ἠργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. ἄρχομαι  - εἰργμένος → μετοχή παρακειμένου του ρ. εἴργομαι

ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω   - ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω

ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι  - ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι

βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω

δρῶ → ενεστώτας του ρ. δράω-ῶ
(ἀπο)δρῶ → υποτακτική αορίστου β΄ του (ἀπο)διδράσκω

δέδρακα → παρακείμενος του ρ. δρῶ
(ἀπο)δέδρακα → παρακείμενος του ρ. ἀποδιδράσκω

δρᾶν → απαρέμφατο ενεστώτα του ρ. δρῶ
(ἀπο)δρὰν → μετοχή ουδετέρου αορίστου β΄, του ρ. (ἀπο)διδράσκω

εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
→ άρθρο
→ διαζευκτικός σύνδεσμος
→ αναφορική αντωνυμία (ὅς, ἥ, ὃ)
→ α΄ ενικό παρατατικού του ρ. εἰμὶ
→ γ΄ ενικό παρατατικού με σημασία αορίστου του ρ. ἠμὶ (=λέγω).
Το ρήμα είναι ποιητικό, δόκιμο μόνο στον Πλάτωνα στον παρατατικό: ἦν (=είπα) , ἦ (=είπε).
→ επίρρημα με σημασία βεβαιωτική (= ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι)
ή ερωτηματική (= τι; πώς παρακαλώ;)
→ γ΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
→ β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵεμαι
→ γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
→ επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.α.)
ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
→ δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)

→ α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
→ α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
→ κλητικό επιφώνημα
→ δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)

ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι

κέκριμαι → παρακείμενος του ρ. κρίνομαι - κέκρυμμαι → παρακείμενος του ρ. κρύπτομαι
λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι - λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι

λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω - λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι

ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι - λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι

ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι - ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἔλειπον → παρατατικός του ρ. λείπω - ἔλιπον → αόρ. β΄του ρ. λείπω

πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω   πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι

ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι

πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι  - πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι

τέθυκα → παρακείμενος του ρ. θύω - τέθει( η ) κα → παρακείμενος του ρ.τίθημι
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω - τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω

φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι - φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω

χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ   χρῇ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι

ΠΡΟΣΟΧΗ στα συμφραζόμενα!!!
ΠΡΟΣΟΧΗ στους τόνους και στα πνεύματα!!!










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου